- ιστοτέλεια
- ἱστοτέλεια, ἡ (Α)επιδέξια υφάντρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστός + -τέλεια (< -τελής < τέλος), κατά το σχήμα εντελής: εντέλεια, λυσιτελής: λυσιτέλεια, χωρίς τη μεσολάβηση επιθ. *ἱστοτελής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ιστός — Κατάρτι πλοίου (βλ. λ. κατάρτι ή ιστός)· αργαλειός· δικτυωτό πλέγμα. (Ανατ.) Άθροισμα κυττάρων, μορφολογικά διαφοροποιημένων, που συνδέονται μεταξύ τους με μεσοκυττάρια ουσία και επιτελούν συγκεκριμένη λειτουργία στον οργανισμό. Ένα σύνολο ι. που … Dictionary of Greek